κουνέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουνέλα | οι | κουνέλες |
γενική | της | κουνέλας | των | κουνελών |
αιτιατική | την | κουνέλα | τις | κουνέλες |
κλητική | κουνέλα | κουνέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουνέλα < κουνέλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈne.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐νέ‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουνέλα θηλυκό
- θηλυκό κουνέλι
- μεγεθυντικό του κουνέλι
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει κάνει πολλές γέννες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουνέλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε [[{{{1}}}]]