Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουνέλα οι κουνέλες
      γενική της κουνέλας των κουνελών
    αιτιατική την κουνέλα τις κουνέλες
     κλητική κουνέλα κουνέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουνέλα < κουνέλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈne.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐νέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουνέλα θηλυκό

  1. θηλυκό κουνέλι
  2. μεγεθυντικό του κουνέλι
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει κάνει πολλές γέννες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε [[{{{1}}}]]