κουνελοπνίχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουνελοπνίχτης αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που το πνίγει το κουνέλι, που μετέχει συχνά σε σεξουαλικές πράξεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουνελοπνίχτης
|
κουνελοπνίχτης αρσενικό
|