πνίχτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πνίχτης | οι | πνίχτες |
γενική | του | πνίχτη | των | πνιχτών |
αιτιατική | τον | πνίχτη | τους | πνίχτες |
κλητική | πνίχτη | πνίχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπνίχτης αρσενικό (θηλυκό πνίχτρα
- αυτός που προκαλεί πνιγμό, θάνατο από πνιγμό
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πνίχτης
|