κόνικλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόνικλος (καθαρεύουσα) < ελληνιστική κοινή κόνικλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόνικλος αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κόνικλος)
- (θηλαστικό ζώο) το κουνέλι σε χρήση σε σύνθετα
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόνικλος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόνικλος | οἱ | κόνικλοι | ||||
γενική | τοῦ | κονίκλου | τῶν | κονίκλων | ||||
δοτική | τῷ | κονίκλῳ | τοῖς | κονίκλοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κόνικλον | τοὺς | κονίκλους | ||||
κλητική ὦ! | κόνικλε | κόνικλοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονίκλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κονίκλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόνικλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cuniculus, άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόνικλος, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κούνικλος: κουνέλι
- ※ 2ος/3ος↑ αιώνας ⌘ Κλαύδιος Αἰλιανός (Claudius Aelianus), Περὶ ζῴων ἰδιότητος Ael.NA 13.15, 1-6
- Πέφυκε δὲ καὶ λαγὼς ἕτερος μικρὸς τὴν φύσιν, οὐδὲ αὔξεταί ποτε· κόνικλος ὄνομα αὐτῷ. οὔκ εἰμι δὲ ποιητὴς ὀνομάτων, ὅθεν καὶ ἐν τῇδε τῇ συγγραφῇ φυλάττω τὴν ἐπωνυμίαν τὴν ἐξ ἀρχῆς, ἥνπερ οὖν ῎Ιβηρες οἱ ῾Εσπέριοι ἔθεντό οἱ, παρ' οἷς καὶ γίνεται τε καὶ ἔστι πάμπολυς.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κόνικλος, κύνικλος, κούνικλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.