Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνικλος (καθαρεύουσα) < ελληνιστική κοινή κόνικλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνικλος αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κόνικλος)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνικλος οἱ κόνικλοι
      γενική τοῦ κονίκλου τῶν κονίκλων
      δοτική τῷ κονίκλ τοῖς κονίκλοις
    αιτιατική τὸν κόνικλον τοὺς κονίκλους
     κλητική ! κόνικλε κόνικλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονίκλω
γεν-δοτ τοῖν  κονίκλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνικλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cuniculus, άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνικλος, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία