κονικλοτρόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονικλοτρόφος < κόνικλ(ος) + -ο- + -τρόφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονικλοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κονικλοτροφείο
- κονικλοτροφία
- → δείτε τις λέξεις κόνικλος, κουνέλι και τρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονικλοτρόφος
|