κουνελοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουνελοφωλιά | οι | κουνελοφωλιές |
γενική | της | κουνελοφωλιάς | των | κουνελοφωλιών |
αιτιατική | την | κουνελοφωλιά | τις | κουνελοφωλιές |
κλητική | κουνελοφωλιά | κουνελοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουνελοφωλιά θηλυκό