Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουνελώνας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κουνελών
ας
οι
κουνελών
ες
γενική
του
κουνελών
α
των
κουνελών
ων
αιτιατική
τον
κουνελών
α
τους
κουνελών
ες
κλητική
κουνελών
α
κουνελών
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κουνελώνας
<
κουνέλ(ι)
+
-ώνας
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
κουνελώνας
αρσενικό
μέρος
όπου υπάρχουν πολλά
κουνέλια
χώρος
όπου εκτρέφονται
κουνέλια
για εμπορικούς λόγους
≈
συνώνυμα
:
κουνελοτροφείο
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κουνέλι
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κουνελώνας