Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαγοτόμαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαγοτόμαρ
ο
τα
λαγοτόμαρ
α
γενική
του
λαγοτόμαρ
ου
των
λαγοτόμαρ
ων
αιτιατική
το
λαγοτόμαρ
ο
τα
λαγοτόμαρ
α
κλητική
λαγοτόμαρ
ο
λαγοτόμαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαγοτόμαρο
ιαπωνίας
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαγοτόμαρο
<
λαγ(ός)
+
-ο-
+
τομάρι
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
la.ɣoˈto.ma.ɾo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
λα
‐
γο
‐
τό
‐
μα
‐
ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαγοτόμαρο
ουδέτερο
το γδαρμένο
τομάρι
,
δέρμα
ενός
λαγού
Συνώνυμα
επεξεργασία
λαγοπροβιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαγοτόμαρο