λαγοτόμαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ɣoˈto.ma.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γο‐τό‐μα‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγοτόμαρο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαγοτόμαρο
|