Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαγοπόδαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαγοπόδαρ
ο
τα
λαγοπόδαρ
α
γενική
του
λαγοπόδαρ
ου
των
λαγοπόδαρ
ων
αιτιατική
το
λαγοπόδαρ
ο
τα
λαγοπόδαρ
α
κλητική
λαγοπόδαρ
ο
λαγοπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαγοπόδαρο
<
λαγός
+
ποδάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαγοπόδαρο
ουδέτερο
το
πόδι
ενός
λαγού
που το έχει μαζί του κάποιος για
γούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαγοπόδαρο