ποδάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
γενική | του | ποδαριού | των | ποδαριών |
αιτιατική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
κλητική | ποδάρι | ποδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποδάρι < ποδάριον < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ποδάριον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής πούς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈða.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδάρι ουδέτερο
- (οικείο) το πόδι
- ※ Το πνεύμα μου σκοτίζεται· / η γη υπό τα ποδάρια μου / γέρνει. (Ανδρέας Κάλβος, Το Φάσμα [ποίημα])
Εκφράσεις
επεξεργασία- δουλειά του ποδαριού / δουλειές του ποδαριού
- ο διάολος έχει πολλά ποδάρια
- έσπασε ο διάολος το ποδάρι του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ποδο- και πόδι
Σύνθετα
επεξεργασίαβ' συνθετικό:
- νυχοπόδαρα (πληθυντικός ουδετέρου)
- ξεποδαριάζω
- ξεποδάριασμα
- -ποδαρ-άς (βρομοποδαράς)
- -ποδαρ-ούσα (σαρανταποδαρούσα)
- -πόδαρα (επίρρημα) Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πόδαρα στο Βικιλεξικό
- -πόδαρος (επίθετο) Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πόδαρος στο Βικιλεξικό
- -πόδαρο (ουδέτερο ουσιαστικό) Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πόδαρο στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του ποδάριν, ποδάριον