Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεποδαριάζω < λείπει η ετυμολογία

ξεποδαριάζω

  1. κουράζω κάποιον με την πεζοπορία
    ο καθηγητής γυμναστικής μας ξεποδάριασε σήμερα!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία