ποδο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδο- (πούς) < ποδ- + -ο-
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δο-
Πρόθημα
επεξεργασία
ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν σε παλιότερες συνθέσεις
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ποδο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδο- (πούς) < ποδ- + -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Λέξεις ποδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts