Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποδόλουτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ποδόλουτρ
ο
τα
ποδόλουτρ
α
γενική
του
ποδόλουτρ
ου
των
ποδόλουτρ
ων
αιτιατική
το
ποδόλουτρ
ο
τα
ποδόλουτρ
α
κλητική
ποδόλουτρ
ο
ποδόλουτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποδόλουτρο
<
πόδι
+
λουτρό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδόλουτρο
ουδέτερο
πλύσιμο
των
ποδιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποδόλουτρο
γαλλικά
:
bain
(fr)
de
pieds
(fr)