Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bain (fr) αρσενικό (πληθυντικός bains)

  1. το μπάνιο, το μπανιάρισμα, το νά κάνω μπάνιο
  2. το λουτρό (δωμάτιο)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις baigner και balnéaire