bain
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bain < δημώδης λατινική baneum, μορφή του balneum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbain (fr) αρσενικό (πληθυντικός bains)
- το μπάνιο, το μπανιάρισμα, το νά κάνω μπάνιο
- το λουτρό (δωμάτιο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις baigner και balnéaire
Πηγές
επεξεργασία- bain - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- bain - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé