Ετυμολογία

επεξεργασία
bain < δημώδης λατινική baneum, μορφή του balneum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɛ̃/
 
ομόηχο: bains

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bain (fr) αρσενικό (πληθυντικός bains)

  1. το μπάνιο, το μπανιάρισμα, το νά κάνω μπάνιο
  2. το λουτρό (δωμάτιο)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις baigner και balnéaire