ποδόμακτρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδόμακτρον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποδόμακτρον < ποδό- + (ελληνιστική κοινή) μάκτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδόμακτρον ουδέτερο
- το ποδόμακτρο
Πηγές
επεξεργασία- ποδόμακτρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ποδόμακτρον | τὰ | ποδόμακτρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ποδομάκτρου | τῶν | ποδομάκτρων | ||||
δοτική | τῷ | ποδομάκτρῳ | τοῖς | ποδομάκτροις | ||||
αιτιατική | τὸ | ποδόμακτρον | τὰ | ποδόμακτρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ποδόμακτρον | ποδόμακτρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδομάκτρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδομάκτροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποδόμακτρον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το ποδόμακτρο (απαντά σε glossa)
Πηγές
επεξεργασία- ποδόμακτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.