Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδόμακτρον ουδέτερο



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποδόμακτρον τὰ ποδόμακτρ
      γενική τοῦ ποδομάκτρου τῶν ποδομάκτρων
      δοτική τῷ ποδομάκτρ τοῖς ποδομάκτροις
    αιτιατική τὸ ποδόμακτρον τὰ ποδόμακτρ
     κλητική ! ποδόμακτρον ποδόμακτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδομάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  ποδομάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδόμακτρον < ποδό- + μάκτρον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδόμακτρον ουδέτερο