↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόμακτρο τα ποδόμακτρα
      γενική του ποδόμακτρου των ποδόμακτρων
    αιτιατική το ποδόμακτρο τα ποδόμακτρα
     κλητική ποδόμακτρο ποδόμακτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ποδόμακτρο, χαλάκι στην πόρτα.
 
Σιδερένιο ποδόμακτρο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδόμακτρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ποδόμακτρον[1] < ποδό- + ελληνιστική κοινή μάκτρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈðo.mak.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δό‐μακ‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδόμακτρο ουδέτερο

  1. (λόγιο) πετσέτα για σκούπισμα των ποδιών
  2. (λόγιο) χαλάκι για το σκούπισμα στις σόλες των παπουτσιών
  3. (λόγιο) σιδερένια ορθογώνια λάμα (ενίοτε διακοσμημένη με διάτρητα σχέδια) βιδωμένη στο έδαφος έξω από την κύρια είσοδο ενός σπιτιού, για να καθαρίζουν τις λάσπες από τα παπούτσια
    χρειάζεται παράθεμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)