χαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλάκι | τα | χαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαλάκι | τα | χαλάκια |
κλητική | χαλάκι | χαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαλάκι ουδέτερο
- το μικρό χαλί
- (ιδιωματικό) η μικρή σε διαστάσεις αναβαθμίδα, ή κάποιο τμήμα μεγάλης (στη Νάξο)