αιμασιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμασιά | οι | αιμασιές |
γενική | της | αιμασιάς | των | αιμασιών |
αιτιατική | την | αιμασιά | τις | αιμασιές |
κλητική | αιμασιά | αιμασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αιμασιά < αρχαία ελληνική αἱμασιά, άγνωστης ετυμολογίας. Δεν αποδεικνύεται η συσχέτιση με τη λατινική saepes.[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.maˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐σιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αιμασιά θηλυκό
- φράχτης από μικρές πλατιές πέτρες χωρίς αρμό, η ξερολιθιά
- ξερολιθιά που συγκρατεί το χώμα σε πλαγιά, η πεζούλα
- φράχτης από φυσικούς θάμνους ή κλαδιά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αιμασιά
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «αιμασιά» - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.