περίβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | περίβολος | οι | περίβολοι |
γενική | του | περίβολου & περιβόλου |
των | περίβολων & περιβόλων |
αιτιατική | τον | περίβολο | τους | περίβολους & περιβόλους |
κλητική | περίβολε | περίβολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίβολος < αρχαία ελληνική περίβολος < περιβάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίβολος αρσενικό
- ο τοίχος που περιβάλλει έναν υπαίθριο χώρο γύρω από ένα κτήριο
- ο υπαίθριος χώρος που περιβάλλει ένα κτήριο (κάποιες φορές και μνημείο, τοπόσημο κ.α.) και οριοθετείται από έναν τέτοιο τοίχο
- ο αντίστοιχος χώρος - ακόμα και όταν δεν υπάρχει τοίχος - που έχει νοερά όρια (πχ σε αρκετά προκλασικά τεμένη)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπερίβολος, -ος, -ον
- που περιβάλλει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίβολος αρσενικό
- κάτι που περιβάλλει
- περιοχή που περιβάλλεται από κάτι, πχ τοίχο