Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίβολος οι περίβολοι
      γενική του περίβολου
περιβόλου
των περίβολων
περιβόλων
    αιτιατική τον περίβολο τους περίβολους
περιβόλους
     κλητική περίβολε περίβολοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίβολος < αρχαία ελληνική περίβολος < περιβάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίβολος αρσενικό

  1. ο τοίχος που περιβάλλει έναν υπαίθριο χώρο γύρω από ένα κτήριο
  2. ο υπαίθριος χώρος που περιβάλλει ένα κτήριο (κάποιες φορές και μνημείο, τοπόσημο κ.α.) και οριοθετείται από έναν τέτοιο τοίχο
    • ο αντίστοιχος χώρος - ακόμα και όταν δεν υπάρχει τοίχος - που έχει νοερά όρια (πχ σε αρκετά προκλασικά τεμένη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

περίβολος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίβολος αρσενικό

  1. κάτι που περιβάλλει
  2. περιοχή που περιβάλλεται από κάτι, πχ τοίχο