precinct
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία enΕπεξεργασία
- precinct < ύστερα μεσοαγγλικά: precinct (υποδηλώνοντας διοικητική περιφέρεια) < μεσαιωνικά λατινικά: praecinctum (la), μετοχή αορίστου ουδέτερου γένους (χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) του ρήματος praecingere (la) «περικυκλώνω» < prae (la) «πριν» + cingere (la) «ζώνω, περιζώνω»
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpriːsɪŋ(k)t/
- ΔΦΑ : /ˈpɹisɪŋkt/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
precinct (en)
- οικιστική ζώνη, οικιστικό συγκρότημα, οικόπεδο κτισμάτων, περιτοιχισμένο οικοδομικό σύμπλεγμα
- ο υπαίθριος χώρος που οριοθετείται από έναν τοίχο
- τομέας δήμου, το τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία ενός αστυνομικού τμήματος καθώς και το ίδιο το αστυνομικό τμήμα
- (Νέα Υόρκη) το αστυνομικό τμήμα: οι κτηριακές εγκαταστάσεις του και ο περίβολός του
- εκλογική περιφέρεια μιας πόλης