πλαγιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαγιά | οι | πλαγιές |
γενική | της | πλαγιάς | των | πλαγιών |
αιτιατική | την | πλαγιά | τις | πλαγιές |
κλητική | πλαγιά | πλαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλαγιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαγιά θηλυκό
- οποιαδήποτε πλευρά φυσικού υψώματος (λόφου, βουνού κλπ)