Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃t/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pente pentes

pente (fr) θηλυκό

  1. η πλαγιά
  2. (κατ' επέκταση) η κατηφόρα