slope (en)
- η κλίση, η ανηφόρα, η κατηφόρα, επιφάνεια γης που έχει κλίση
- ⮡ The turn followed the slope of the road.
- Η στροφή ακολουθούσε την κλίση του δρόμου.
- ⮡ The road has many uphill (slopes) and downhill slopes.
- Ο δρόμος έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες.
- ⮡ He made his way up the slope from the station to the bus stop.
- Ανέβηκε την ανηφόρα από τον σταθμό μέχρι τη στάση του λεωφορείου.
- ⮡ We took off running down the slope.
- Πήραμε τρέχοντας την κατηφόρα.
- η πλαγιά, οποιαδήποτε πλευρά φυσικού υψώματος
- ⮡ The most vertical mountain slope in the world is found on Thor Mountain in Canada.
- Η πιο κάθετη πλαγιά βουνού στον κόσμο βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Θορ στον Καναδά.
- ≈ συνώνυμα: side
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κλίση, ο βαθμός της πλάγιας διεύθυνσης σε σχέση με την οριζόντια ή την κατακόρυφη
- ⮡ The ground had a steep slope.
- Το έδαφος είχε απότομη κλίση.
- ⮡ There’s a slight slope on the roof.
- Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
- ⮡ The road has a slope of 5%.
- Ο δρόμος έχει κλίση 5%.
slope (en) (αμετάβατο)
- ανηφορίζω, κατηφορίζω, για οριζόντια επιφάνεια που έχει κλίση
- ⮡ The road slopes a little/steeply (up).
- Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο/απότομα.
- ⮡ Our garden slopes (down) towards the river.
- Ο κήπος μας κατηφορίζει προς το ποτάμι.
- κλίνω, για κάτι κάθετο που είναι υπό γωνία αντί να πηγαίνει ευθεία
- ⮡ The boat took on water and sloped towards the left.
- Το καράβι πήρε νερά και έκλινε προς τα αριστερά.