Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
side sides

side (en)

  1. (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, ένα από τα δύο μισά μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου ή μιας περιοχής που διαιρείται με μια νοητή κεντρική γραμμή
    ⮡  We’re on the east side of the city.
    Είμαστε στην ανατολική πλευρά της πόλης.
    ⮡  The hall had two sides with seats and a passageway in the middle.
    Η αίθουσα είχε δύο πλευρές με καθίσματα κι ένα διάδρομο στη μέση.
    ⮡  Grab the cane by the handle, because the other side is dirty.
    Πιάσε το μπαστούνι από τη λαβή, γιατί από την άλλη μεριά είναι λερωμένο.
  2. (συνήθως ενικός) η πλευρά, η μεριά, θέση ή περιοχή στα αριστερά ή στα δεξιά από κάτι
    ⮡  She crossed the bridge and found herself on the other side of the river.
    Πέρασε τη γέφυρα και βρέθηκε στην άλλη πλευρά του ποταμού.
    ⮡  He went to the other side of the street.
    Πήγε στην άλλη πλευρά του δρόμου.
    ⮡  Something was heard on the other side of the wall.
    Κάτι ακουγόταν από την άλλη μεριά του τοίχου.
  3. το πλάι, πλαϊνός, η πλευρά, μία από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος που δεν είναι το πάνω ή το κάτω μέρος, μπροστά ή πίσω
    ⮡  There’s a scratch on the side of my car.
    Υπάρχει μια γρατζουνιά στο πλάι του αυτοκινήτου μου.
    ⮡  Put the bottle on its side.
    Βάλε το μπουκάλι στο πλάι του.
    ⮡  Go in through the side door.
    Μπείτε στην πλαϊνή πόρτα.
    ⮡  He escaped through the side door.
    Διέφυγε από την πλαϊνή πόρτα.
    ⮡  The sides of the ship are yellow.
    Τα πλαϊνά του πλοίου είναι κίτρινα.
    ⮡  The right side of the car was destroyed by the collision.
    Η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου καταστράφηκε από τη σύγκρουση.
  4. η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός πράγματος· συχνά η κατεύθυνση ορίζεται ειδάλλως συνήθως σημαίνει το πλαϊνό τμήμα
    ⮡  The entrance is located on the west side of the building.
    Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κτιρίου.
    ⮡  The front side of the apartment building needs painting.
    Η μπροστινή πλευρά της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο.
    ⮡  The inner sides of the box were blue.
    Οι εσωτερικές πλευρές του κουτιού ήταν μπλε.
    ⮡  There are drawings on every side of the box.
    Σε κάθε πλευρά του κουτιού υπάρχουν ζωγραφιές.
  5. η πλευρά, η πλαγιά, η κάθετη ή κεκλιμένη επιφάνεια γύρω από κάτι, αλλά όχι το πάνω ή το κάτω μέρος του
    ⮡  the east/west side of the mountain - η ανατολική/δυτική πλευρά του βουνού
    ⮡  The city was built on the side of the hill.
    Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του λόφου.
    ⮡  The sides of the mountain were forested/bare/full of greenery/steep.
    Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες/γυμνές/καταπράσινες/απότομες.
     συνώνυμα: slope
  6. η άκρη του κάτι, το πλάι του κάτι
    ⮡  He went to the other side of the street.
    Πήγε στην άλλη άκρη του δρόμου.
    ⮡  She sat on the side of the bed.
    Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
    ⮡  The truck driver pulled over to the side of the road.
    Ο φορτηγατζής τράβηξε στο πλάι του δρόμο.
  7. (συνήθως ενικός) το πλευρό, το πλάι, το καθένα από τα πλάγια τμήματα του κορμού των ανθρώπων και των ζώων
    ⮡  I have a cramp in my right side.
    Είναι πιασμένο το δεξί μου πλευρό.
    ⮡  He rolled onto his side and slept.
    Έγειρε στο πλάι και κοιμήθηκε.
  8. η πλευρά, η όψη, η μεριά, οποιαδήποτε από τις δύο επιφάνειες κάποιου επίπεδου και λεπτού
    ⮡  Write on both sides of the sheet.
    Γράψε και στις δύο πλευρές του φύλλου.
    ⮡  Write on one side of the paper only.
    Γράψε στην μια όψη του χαρτιού μόνον.
    ⮡  He turned the slab to the other side and then saw the inscription.
    Γύρισε την πλάκα από την άλλη μεριά και τότε είδε την επιγραφή.
  9. (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού αντικειμένου
    ⮡  the six sides of a cube - οι έξι πλευρές ενός κύβου
  10. (γεωμετρία) η πλευρά, οποιαδήποτε από τις γραμμές που σχηματίζουν ένα επίπεδο σχήμα, όπως ένα τετράγωνο ή ένα τρίγωνο
    ⮡  the three sides of a triangle - οι τρεις πλευρές ενός τριγώνου
  11. -πλευρος, χρησιμοποιείται σε επίθετα για να δηλώσει τον αριθμό ή το είδος των πλευρών
    ⮡  one-sided - μονόπλευρος
    ⮡  four-sided - τετράπλευρος
    ⮡  many-sided - πολύπλευρος
    ⮡  a glass-sided container - δοχείο με γυάλινα τοιχώματα
  12. (μόνο ενικός) το πλευρό, πλάι, μια θέση πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  Stay close by my side.
    Μείνε κοντά στο πλευρό μου.
    ⮡  Come and sit by my side.
    Έλα και κάθισε πλάι μου.
  13. η πλευρά, το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
    ⮡  Both sides seemed uncompromising/conciliatory in the negotiations.
    Και οι δύο πλευρές φάνηκαν ανυποχώρητες/διαλλακτικές στις διαπραγματεύσεις.
    ⮡  He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
    Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
    ⮡  We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
    ⮡  Whose side are you on?
    Με ποιανού το μέρος είσαι;
    ⮡  Whoever’s not on our side is against us.
    Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας.
    ⮡  An arbitrator must not take anyone’s side.
    Ο διαιτητής δεν πρέπει να παίρνει το μέρος κανενός.
    ⮡  You should come over to our side.
    Πρέπει να έρθεις με το μέρος μας.
  14. η πλευρά, το μέρος, μία από τις απόψεις ή τις στάσεις που έχει κάποιος σε μια διαμάχη, μια επιχειρηματική συμφωνία κτλ.
    ⮡  Let the other side’s point of view be heard.
    Ας ακουστεί και η άποψη της άλλης πλευράς.
    ⮡  We heard both sides of the argument.
    Ακούσαμε και τις δύο πλευρές του επιχειρήματος.
    ⮡  Will you keep your side of the deal?
    Θα κρατήσεις τη δική σου πλευρά της συμφωνίας;
    ⮡  Why didn’t you take my side?
    Γιατί δεν πήρες το μέρος μου;
    ⮡  On the plus side, the movie is beautifully shot and edited.
    Στα θετικά, η ταινία είναι όμορφα γυρισμένη και μονταρισμένη.
  15. η πλευρά, η όψη, η άποψη, ειδικά για μια κατάσταση ή τον χαρακτήρα ενός ατόμου
    ⮡  the comedic/tragic side of the story - η κωμική/τραγική πλευρά της ιστορίας
    ⮡  He sees everything from the bright side.
    Τα βλέπει όλα από την εύθυμη/την ευχάριστη πλευρά.
    ⮡  They consider everything from the ugly/unpleasant side.
    Τα παίρνουν όλα από την άσχημη/τη δυσάρεστη πλευρά.
    ⮡  Every issue has two sides.
    Το κάθε ζήτημα έχει δύο πλευρές.
    ⮡  We’re examining the issue from all sides/from every side.
    Εξετάζουμε το θέμα από όλες τις πλευρές/από κάθε πλευρά.
    ⮡  He showed his good/bad side.
    Έδειξε την καλή/κακή πλευρά του.
    ⮡  She has a nasty side to her.
    Έχει μια άσχημη πλευρά.
    ⮡  There are many sides to the problem.
    Το πρόβλημα έχει πολλές όψεις.
    ⮡  The examined the matter from various sides.
    Εξέτασαν το ζήτημα από διάφορες απόψεις.
     συνώνυμα: angle
  16. η ομάδα, η παράταξη
    ⮡  We’re on the same side.
    Είμαστε στην ίδια παράταξη.
    ⮡  I’m on the winning side/on the losing side.
    Είμαι με τους κερδισμένους/με τους χαμένους.
  17. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) το συνοδευτικό, το συνοδευτικό πιάτο, φαγητό που συνοδεύει το κύριο πιάτο σε ένα γεύμα
    ⮡  grilled salmon with potatoes and vegetables as sides - ψητός σολομός με πατάτες και λαχανικά ως συνοδευτικά
     συνώνυμα: side dish
  18. η μεριά, το τμήμα της οικογένειάς μου στο οποίο ανήκουν άνθρωποι που έχουν σχέση είτε με τη μητέρα μου είτε με τον πατέρα μου
    ⮡  We are relatives on my father’s side.
    Είμαστε συγγενείς από τη μεριά του πατέρα μου.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

side (en)

  • → δείτε το phrasal verb side with



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

side (da)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

side (fy)

  1. η σελίδα
  2. το μετάξι