Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόπλευρος η μονόπλευρη το μονόπλευρο
      γενική του μονόπλευρου της μονόπλευρης του μονόπλευρου
    αιτιατική τον μονόπλευρο τη μονόπλευρη το μονόπλευρο
     κλητική μονόπλευρε μονόπλευρη μονόπλευρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόπλευροι οι μονόπλευρες τα μονόπλευρα
      γενική των μονόπλευρων των μονόπλευρων των μονόπλευρων
    αιτιατική τους μονόπλευρους τις μονόπλευρες τα μονόπλευρα
     κλητική μονόπλευροι μονόπλευρες μονόπλευρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόπλευρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονόπλευρος (παράταξη με μέτωπο κινούμενο μόνο προς μια κατεύθυνση), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική unilatéral ή από την αγγλική one-sided [1], μορφολογικά, μονό- + -πλευρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.ple.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐πλευ‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόπλευρος, -η, -ο

  1. που θεωρεί μόνο τη μία πλευρά των πραγμάτων, αφήνοντας απαρατήρητες όλες τις άλλες προοπτικές τους
    είναι μονόπλευρη στις απόψεις της και δε μεταπείθεται
     συνώνυμα: μονοδιάστατος, μονοκόμματος, μονομερής
     αντώνυμα: πολύπλευρος
  2. που ασχολείται με πολύ λίγες δραστηριότητες ή έχει πνευματική στενότητα
    οι φανατισμένοι άνθρωποι είναι και μονόπλευροι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μόνος, πλευρό και πλευρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία