Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοδιάστατος η μονοδιάστατη το μονοδιάστατο
      γενική του μονοδιάστατου της μονοδιάστατης του μονοδιάστατου
    αιτιατική τον μονοδιάστατο τη μονοδιάστατη το μονοδιάστατο
     κλητική μονοδιάστατε μονοδιάστατη μονοδιάστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοδιάστατοι οι μονοδιάστατες τα μονοδιάστατα
      γενική των μονοδιάστατων των μονοδιάστατων των μονοδιάστατων
    αιτιατική τους μονοδιάστατους τις μονοδιάστατες τα μονοδιάστατα
     κλητική μονοδιάστατοι μονοδιάστατες μονοδιάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοδιάστατος < μονο- + διάσταση < ελληνιστική , μονοδιάστατος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική unidimensionel

  Επίθετο επεξεργασία

μονοδιάστατος

η ευθεία είναι μονοδιάστατο αντικείμενο
  • (μεταφορικά) ο πεζός, που δεν διαθέτει ευελιξία στον τρόπο σκέψης ή δράσης

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία