-πλευρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -πλευρος | η | -πλευρη | το | -πλευρο |
γενική | του | -πλευρου | της | -πλευρης | του | -πλευρου |
αιτιατική | τον | -πλευρο | τη(ν) | -πλευρη | το | -πλευρο |
κλητική | -πλευρε | -πλευρη | -πλευρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -πλευροι | οι | -πλευρες | τα | -πλευρα |
γενική | των | -πλευρων | των | -πλευρων | των | -πλευρων |
αιτιατική | τους | -πλευρους | τις | -πλευρες | τα | -πλευρα |
κλητική | -πλευροι | -πλευρες | -πλευρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-πλευρος
- δεύτερο συνθετικό για τη δημιουργία επιθέτων που δείχνουν:
- πόσες πλευρές έχει ένα αντικείμενο, σύμφωνα με το πρώτο συνθετικό (μονόπλευρος, δίπλευρος, τρίπλευρος, τετράπλευρος κλπ.)
- ποια είναι η σχέση των πλευρών (π.χ. ισόπλευρος, ανισόπλευρος)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-πλευρος
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
«"-πλευρος -η -ο"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.