Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισόπλευρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισόπλευρ
ος
η
ισόπλευρ
η
το
ισόπλευρ
ο
γενική
του
ισόπλευρ
ου
της
ισόπλευρ
ης
του
ισόπλευρ
ου
αιτιατική
τον
ισόπλευρ
ο
την
ισόπλευρ
η
το
ισόπλευρ
ο
κλητική
ισόπλευρ
ε
ισόπλευρ
η
ισόπλευρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισόπλευρ
οι
οι
ισόπλευρ
ες
τα
ισόπλευρ
α
γενική
των
ισόπλευρ
ων
των
ισόπλευρ
ων
των
ισόπλευρ
ων
αιτιατική
τους
ισόπλευρ
ους
τις
ισόπλευρ
ες
τα
ισόπλευρ
α
κλητική
ισόπλευρ
οι
ισόπλευρ
ες
ισόπλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισόπλευρος
<
ισό-
+
-πλευρος
Επίθετο
επεξεργασία
ισόπλευρος, -η, -ο
που έχει
ίσες
πλευρές
στο
ισόπλευρο
τρίγωνο όλες οι γωνίες είναι 60 μοιρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισόπλευρος
αγγλικά
:
equilateral
(en)
γαλλικά
:
équilatéral
(fr)
ισπανικά
:
equilátero
(es)
πολωνικά
:
równoboczny
(pl)