Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

équilatéral < équi- + latéral

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό équilatéral équilatéraux
θηλυκό équilatérale équilatérales

équilatéral (fr)