unilatéral
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | unilatéral | unilatéraux |
θηλυκό | unilatérale | unilatérales |
unilatéral (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | unilatéral | unilatéraux |
θηλυκό | unilatérale | unilatérales |
unilatéral (fr)