Ετυμολογία

επεξεργασία
μονο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μονο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μονο- < μονό(ς) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

μονο-, μονό- (και μον-, συνήθως σε παλιές συνθέσεις, πριν από φωνήεν)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μονο- < μονό(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

μονο-, μονό- (και μον-, πριν από φωνήεν)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονο- < μονό(ς)

  Πρόθημα

επεξεργασία

μονο-, μονό- (και μον-, πριν από φωνήεν)

Άλλες μορφές

επεξεργασία