μονόκερως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόκερως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόκερως < μονό-+ κέρας + -ως. Συγκρίνετε με το μονόκερος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονόκερως αρσενικό
- (παρωχημένο) αρχαία γραφή του μονόκερος
- ≈ συνώνυμα: μονοκέρατος
- ※ (καθαρεύουσα) Ὁ ταῦρος τοῦ Θεοδόση ὁ μονόκερως, ὁ φιλέρημος καὶ μελαγχολικός, καταβὰς πρὸ μικροῦ διὰ νὰ κάμῃ τὸν συνήθη περίπατόν του κάτω εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα, τὸ κατερχόμενον δι᾽ ἑλιγμῶν καὶ βράχων καὶ καταρρακτῶν εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν, ἐξέβαλεν ἕνα θρηνώδη μυκηθμόν, εἶτα ἔμεινεν ἐξηπλωμένος, ἀπαθής, ἀκίνητος, δεχόμενος ἐπὶ τῶν νώτων ὅλον τὸν κρύον λουτῆρα τῆς καταιγίδος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Γλυκοφιλούσα)
- (μυθολογία) μυθολογικό άλογο με κέρατο στο μέτωπο
- αστερισμός που βρίσκεται νότια των Διδύμων και βόρεια του Μεγάλου Κυνός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μονόκερως στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
μονοκερω- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | μονόκερως | τὸ | μονόκερων | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μονόκερω | τοῦ | μονόκερω | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μονόκερῳ | τῷ | μονόκερῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μονόκερων | τὸ | μονόκερων | ||
κλητική ὦ! | μονόκερως | μονόκερων | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μονόκερῳ | τὰ | μονόκερα | ||
γενική | τῶν | μονόκερων | τῶν | μονόκερων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μονόκερῳς | τοῖς | μονόκερῳς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μονόκερως | τὰ | μονόκερα | ||
κλητική ὦ! | μονόκερῳ | μονόκερα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονόκερω | τὼ | μονόκερω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μονόκερῳν | τοῖν | μονόκερῳν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονόκερως, -ως, -ων
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
μονοκερωτ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | μονόκερως | οἱ | μονοκέρωτες | ||||
γενική | τοῦ | μονοκέρωτος | τῶν | μονοκερώτων | ||||
δοτική | τῷ | μονοκέρωτῐ | τοῖς | μονοκέρωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μονοκέρωτᾰ | τοὺς | μονοκέρωτᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μονόκερως | μονοκέρωτες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονοκέρωτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μονοκερώτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
μονόκερως αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- μονόκερως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μονόκερως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.