Δείτε επίσης: μονόκερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Άγαλμα μονόκερου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόκερως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονόκερως < μονό-+ κέρας + -ως. Συγκρίνετε με το μονόκερος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόκερως αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αρχαία γραφή του μονόκερος
     συνώνυμα: μονοκέρατος
    ※  (καθαρεύουσα) Ὁ ταῦρος τοῦ Θεοδόση ὁ μονόκερως, ὁ φιλέρημος καὶ μελαγχολικός, καταβὰς πρὸ μικροῦ διὰ νὰ κάμῃ τὸν συνήθη περίπατόν του κάτω εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα, τὸ κατερχόμενον δι᾽ ἑλιγμῶν καὶ βράχων καὶ καταρρακτῶν εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν, ἐξέβαλεν ἕνα θρηνώδη μυκηθμόν, εἶτα ἔμεινεν ἐξηπλωμένος, ἀπαθής, ἀκίνητος, δεχόμενος ἐπὶ τῶν νώτων ὅλον τὸν κρύον λουτῆρα τῆς καταιγίδος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Γλυκοφιλούσα)
  2. (μυθολογία) μυθολογικό άλογο με κέρατο στο μέτωπο
  3. αστερισμός που βρίσκεται νότια των Διδύμων και βόρεια του Μεγάλου Κυνός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μονοκερω-
ονομαστική / μονόκερως τὸ μονόκερων
      γενική τοῦ/τῆς μονόκερω τοῦ μονόκερω
      δοτική τῷ/τῇ μονόκερ τῷ μονόκερ
    αιτιατική τὸν/τὴν μονόκερων τὸ μονόκερων
     κλητική ! μονόκερως μονόκερων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονόκερ τὰ μονόκερα
      γενική τῶν μονόκερων τῶν μονόκερων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονόκερῳς τοῖς μονόκερῳς
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονόκερως τὰ μονόκερα
     κλητική ! μονόκερ μονόκερα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονόκερω τὼ μονόκερω
      γεν-δοτ τοῖν μονόκερῳν τοῖν μονόκερῳν
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόκερως < μονό- + κέρ(ας) + -ως

  Επίθετο επεξεργασία

μονόκερως, -ως, -ων

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μονοκερωτ-
ονομαστική μονόκερως οἱ μονοκέρωτες
      γενική τοῦ μονοκέρωτος τῶν μονοκερώτων
      δοτική τῷ μονοκέρωτ τοῖς μονοκέρωσ(ν)
    αιτιατική τὸν μονοκέρωτ τοὺς μονοκέρωτᾰς
     κλητική ! μονόκερως μονοκέρωτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονοκέρωτε
γεν-δοτ τοῖν  μονοκερώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μονόκερως αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία