Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόπετρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μονόπετρ
ο
τα
μονόπετρ
α
γενική
του
μονόπετρ
ου
των
μονόπετρ
ων
αιτιατική
το
μονόπετρ
ο
τα
μονόπετρ
α
κλητική
μονόπετρ
ο
μονόπετρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόπετρο
<
μεσαιωνική ελληνική
μονόπετρον
<
μονό-
+
πέτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονόπετρο
ουδέτερο
δαχτυλίδι
με έναν (μεγάλου μεγέθους και αξίας) πολύτιμο λίθο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόπετρο
γαλλικά
:
solitaire
(fr)