Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγλωσσικοί όροι < → δείτε τις λέξεις διαγλωσσικός και όρος

  Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου

επεξεργασία

διαγλωσσικοί όροι αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία