διεθνισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διεθνισμός | οι | διεθνισμοί |
γενική | του | διεθνισμού | των | διεθνισμών |
αιτιατική | τον | διεθνισμό | τους | διεθνισμούς |
κλητική | διεθνισμέ | διεθνισμοί | ||
Συνήως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διεθνισμός < διεθν(ής) + -ισμός (δι- (δια-) + έθν(ος) + -ισμός) <
- (ως θεωρία) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationalisme. Η λέξη μαρτυρείται από το 1893. [1]
- (γλωσσολογία) < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Internationalismus[2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.e.θniˈzmos/ και /ði̯e.θniˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐θνι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διεθνισμός αρσενικό
- (πολιτική)
- (γενικότερα) αντίληψη που υποστηρίζει την υπέρβαση των εθνικών διαφορών και προτάσσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών και των λαών
- (ειδικότερα) το δόγμα της μαρξιστικής ιδεολογίας για την ένωση των λαών, την κατάργηση των συνόρων
- (γλωσσολογία) η χρήση των ίδιων λέξεων σε διάφορες γλώσσες με την ίδια ή παρόμοια σημασία (όπως κουλτούρα, αστροναύτης)
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη έθνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διεθνισμός
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ διεθνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.