διεθνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεθνιστής < διεθν(ής) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationaliste.[1] Δείτε δι- (δια-), έθνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.e.θniˈstis/ & /ði̯e.θniˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐θνι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιεθνιστής αρσενικό (θηλυκό διεθνίστρια)
- (γενικότερα) οπαδός του διεθνισμού
- (ειδικότερα) οπαδός του μαρξιστικού διεθνισμού
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διεθνιστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διεθνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας