internationaliste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
internationaliste | internationalistes |
internationaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο διεθνιστής, η διεθνίστρια
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
internationaliste | internationalistes |
internationaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό