Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεθνιστικός η διεθνιστική το διεθνιστικό
      γενική του διεθνιστικού της διεθνιστικής του διεθνιστικού
    αιτιατική τον διεθνιστικό τη διεθνιστική το διεθνιστικό
     κλητική διεθνιστικέ διεθνιστική διεθνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεθνιστικοί οι διεθνιστικές τα διεθνιστικά
      γενική των διεθνιστικών των διεθνιστικών των διεθνιστικών
    αιτιατική τους διεθνιστικούς τις διεθνιστικές τα διεθνιστικά
     κλητική διεθνιστικοί διεθνιστικές διεθνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνιστικός < διεθνιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διεθνιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία