Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαρξιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαρξιστικ
ός
η
μαρξιστικ
ή
το
μαρξιστικ
ό
γενική
του
μαρξιστικ
ού
της
μαρξιστικ
ής
του
μαρξιστικ
ού
αιτιατική
τον
μαρξιστικ
ό
τη
μαρξιστικ
ή
το
μαρξιστικ
ό
κλητική
μαρξιστικ
έ
μαρξιστικ
ή
μαρξιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαρξιστικ
οί
οι
μαρξιστικ
ές
τα
μαρξιστικ
ά
γενική
των
μαρξιστικ
ών
των
μαρξιστικ
ών
των
μαρξιστικ
ών
αιτιατική
τους
μαρξιστικ
ούς
τις
μαρξιστικ
ές
τα
μαρξιστικ
ά
κλητική
μαρξιστικ
οί
μαρξιστικ
ές
μαρξιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαρξιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μαρξιστικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
μαρξισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαρξιστικός
αγγλικά
:
Marxist
(en)
γαλλικά
:
marxiste
(fr)
γερμανικά
:
marxistisch
(de)