Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρξιστικός η μαρξιστική το μαρξιστικό
      γενική του μαρξιστικού της μαρξιστικής του μαρξιστικού
    αιτιατική τον μαρξιστικό τη μαρξιστική το μαρξιστικό
     κλητική μαρξιστικέ μαρξιστική μαρξιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρξιστικοί οι μαρξιστικές τα μαρξιστικά
      γενική των μαρξιστικών των μαρξιστικών των μαρξιστικών
    αιτιατική τους μαρξιστικούς τις μαρξιστικές τα μαρξιστικά
     κλητική μαρξιστικοί μαρξιστικές μαρξιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρξιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μαρξιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία