Marxist
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Marxist (en)
- (πολιτική) ο μαρξιστής, η μαρξίστρια
Επίθετο επεξεργασία
Marxist (en)
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maʁˈksɪst/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Mar‐xist
Ουσιαστικό επεξεργασία
Marxist (de) αρσενικό (θηλυκό Marxistin)