μαρξιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρξιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική marxiste[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρξιστής αρσενικό, μαρξίστρια θηλυκό
- αυτός που αποδέχεται την πολιτική θεωρία και τη μέθοδο ανάλυσης των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων που εισήγαγε με το έργο του ο Καρλ Μαρξ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρξιστής
- ↑ μαρξιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας