Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρξισμός οι μαρξισμοί
      γενική του μαρξισμού των μαρξισμών
    αιτιατική τον μαρξισμό τους μαρξισμούς
     κλητική μαρξισμέ μαρξισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρξισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική marxisme < επώνυμο Μαρξ του Karl Marx + -isme (-ισμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρξισμός αρσενικό (αδόκιμο στον πληθυντικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία