Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
marxiste marxistes

marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μαρξιστής - μαρξίστρια

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
marxiste marxistes

marxiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μαρξιστικός