Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγλωσσικός όρος < → δείτε τις λέξεις διαγλωσσικός και όρος

  Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου επεξεργασία

διαγλωσσικός όρος αρσενικό

  • (γλωσσολογία): λέξη, μόρφημα ή σύμβολο που χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες, συνήθως συγγενείς, αλλά δεν είναι διεθνής
    μια λατινική έκφραση είναι συχνά διαγλωσσικός όρος που χρησιμοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες

Δείτε επίσης επεξεργασία

Επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία