μονόχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόχρωμος < αρχαία ελληνική μονόχρωμος < μόνος + χρῶμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.xro.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐χρω‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαμονόχρωμος
Συγγενικά
επεξεργασία- μονοχρωμάτορας
- μονοχρωμία
- μονοχρωμικός
- μονοχρωματικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και χρώμα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόχρωμος