μονοχρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονοχρωματικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από ένα μόνο χρώμα
- μονοχρωματική ακτινοβολία
- μονοχρωματικό έργο
- που έχει ζωγραφιστεί με ένα μόνο χρώμα αλλά με διάφορες αποχρώσεις του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μονόχρωμος, μόνος και χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοχρωματικός
|