uni
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uni | unis |
θηλυκό | unie | unies |
uni (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία
επεξεργασία- uni < συντόμευση του université
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
uni | unis |
uni (fr) θηλυκό
- (οικείο) το πανεπιστήμιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαuni (fi)