Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοχρωμία οι μονοχρωμίες
      γενική της μονοχρωμίας των μονοχρωμιών
    αιτιατική τη μονοχρωμία τις μονοχρωμίες
     κλητική μονοχρωμία μονοχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monochromie[1] < monochrome < αρχαία ελληνική μονόχρωμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοχρωμία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία