πολύχρωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύχρωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύχρωμος. Αναλύεται σε πολύ- + -χρωμος.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐χρω‐μος
Επίθετο επεξεργασία
πολύχρωμος, -η, -ο
- που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα
- πολύχρωμο ύφασμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χρώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύχρωμος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολύχρωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολύχρωμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του πολυχρώματος, συνώνυμο του πολύχροος: πολύχρωμος
Πηγές επεξεργασία
- πολύχρωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύχρωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.