colorful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | colorful |
συγκριτικός | more colorful |
υπερθετικός | most colorful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcolorful (en)
- πολύχρωμος, που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα
- ⮡ The colorful fireworks offered a magical sight.
- Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.
- ⮡ The colorful fireworks offered a magical sight.